- πανωνίᾳ
- πανωνίᾱͅ , πανωνίαgeneral sale of waresfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πανωνία — ἡ, Α πώληση ή αγορά κάθε είδους πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ισ ωνία] … Dictionary of Greek
πανωνίαν — πανωνίᾱν , πανωνία general sale of wares fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώνιος — ον, Α [πανωνία] αυτός που έχει όλων τών ειδών τα εμπορεύσιμα προϊόντα. επίρρ... πανωνίως Α με όλα τα εμπορεύσιμα προϊόντα … Dictionary of Greek